- ιπποτροφικός
- ἱπποτροφικός, -ή, -όν (ΑΜ) [ιπποτρόφος]αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε ιπποτρόφοαρχ.1. πάπ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱπποτροφικόνμερίδα που δινόταν σε ιπποτρόφους2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἱπποτροφικήη ιπποτροφία, το σύνολο τών γνώσεων για τη διατροφή, ανάπτυξη και άσκηση ίππων.
Dictionary of Greek. 2013.